χρυσόδετος

χρυσόδετος
-η, -ο
1. για βιβλία, αυτός που φέρει στο κάλυμμά του χρυσά κοσμήματα ή γράμματα.
2. για πολύτιμους λίθους, χρυσοκόλλητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρυσόδετος — η, ο / χρυσόδετος, ον, ΝΜΑ 1. δεμένος με χρυσό 2. στολισμένος με χρυσό νεοελλ. (ειδικά) 1. (για βιβλίο) αυτός που έχει στο εξώφυλλό του χρυσά γράμματα ή σχέδια 2. (για πολύτιμους λίθους) προσαρμοσμένος σε χρυσό ή με χρυσό («χρυσόδετο διαμάντι»).… …   Dictionary of Greek

  • χρυσόδετος — χρῡσόδετος , χρυσόδετος bound with gold masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μπενάκειο — Το Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζεται σε μια οικία που χτίστηκε το 1742 και είναι από τα πιο αξιόλογα ιστορικά κτίρια της Καλαμάτας (Παπάζογλου 6). Το κτίριο δωρήθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία από τον Αντώνιο Μπενάκη, ιδρυτή του ομώνυμου… …   Dictionary of Greek

  • χρυσόδετον — χρῡσόδετον , χρυσόδετος bound with gold masc/fem acc sg χρῡσόδετον , χρυσόδετος bound with gold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίχρυσος — ον, ΜΑ επιχρυσωμένος αρχ. χρυσόδετος, χρυσοδεμένος …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκατάδετος — ον, Μ χρυσόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κατάδετος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσομίτρης — και χρυσεομίτρης, ὁ, και δωρ. τ. χρυσομίτρας και χρυσεομίτρας, θηλ. χρυσομίτρη και χρυσεομίτρα, Α 1. (το αρσ. ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που φορεί χρυσή μίτρα 2. χρυσόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + μίτρης (< μίτρα / μίτρη),… …   Dictionary of Greek

  • χρυσόκολλος — ον, Α χρυσόδετος («κώπην χρυσόκολλον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. ὀστεό κολλος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοδέτοις — χρῡσοδέτοις , χρυσόδετος bound with gold masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”